κάληβος

κάληβος
κάληβος
Meaning: ἀπεσκολυμμένος τὸ αἰδοῖον H.
See also: s. βάκηλος; cf. also on καβάλλης.
Page in Frisk: 1,763

Greek-English etymological dictionary (Ελληνικά-Αγγλικά ετυμολογική λεξικό). . 2010.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • кобыла — кобылка, также скамья для телесных наказаний арестантов; деталь струнного инструмента; приспособление для снятия сапог; саранча , укр. кобилка грудная кость у птиц; название ряда инструментов , кобила кобыла , ст. слав. кобыла ἵππος, болг. кобила …   Этимологический словарь русского языка Макса Фасмера

  • βάκηλος — βάκηλος, ο (Α) 1. ευνούχος στην υπηρεσία της θεάς Κυβέλης 2. θηλυπρεπής 3. βλάκας. [ΕΤΥΜΟΛ. Λέξη ανατολικής προελεύσεως, που υποστηρίχθηκε ότι προήλθε με μετάθεση από τις λέξεις κάβηλος και κάληβος, που έχουν την ίδια σημασία στον Ησύχιο, ενώ… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”