- κάληβος
- κάληβοςMeaning: ἀπεσκολυμμένος τὸ αἰδοῖον H.See also: s. βάκηλος; cf. also on καβάλλης.Page in Frisk: 1,763
Greek-English etymological dictionary (Ελληνικά-Αγγλικά ετυμολογική λεξικό). Robert S.P.. 2010.
Greek-English etymological dictionary (Ελληνικά-Αγγλικά ετυμολογική λεξικό). Robert S.P.. 2010.
кобыла — кобылка, также скамья для телесных наказаний арестантов; деталь струнного инструмента; приспособление для снятия сапог; саранча , укр. кобилка грудная кость у птиц; название ряда инструментов , кобила кобыла , ст. слав. кобыла ἵππος, болг. кобила … Этимологический словарь русского языка Макса Фасмера
βάκηλος — βάκηλος, ο (Α) 1. ευνούχος στην υπηρεσία της θεάς Κυβέλης 2. θηλυπρεπής 3. βλάκας. [ΕΤΥΜΟΛ. Λέξη ανατολικής προελεύσεως, που υποστηρίχθηκε ότι προήλθε με μετάθεση από τις λέξεις κάβηλος και κάληβος, που έχουν την ίδια σημασία στον Ησύχιο, ενώ… … Dictionary of Greek